- συνδιαλλακτικός
- και συνδιαλλαχτικός, -ή, -ό, Ν1. ο κατάλληλος για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικός2. φρ. «συνδιαλλακτικές επιτροπές» — επιτροπές που ιδρύονται από κράτη ή διεθνείς οργανισμούς με σκοπό την εξεύρεση λύσης ενός διεθνούς προβλήματος.επίρρ...συνδιαλλακτικώς και συνδιαλλακτικά και συνδιαλλαχτικά Νμε συνδιαλλακτικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιαλλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.